Ο Ήλιος πίσω από τα βουνά


Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια καταπράσινη κοιλάδα, κρυμμένο ανάμεσα σε δύο μεγάλα βουνά, υπήρχε ένα πέτρινο σπιτάκι με σκαλιστές ξύλινες πόρτες και παράθυρα. Εκεί ζούσαν μια μαμά με το μικρό της αγόρι. Το πρωί, ο ήλιος ξυπνούσε ακριβώς πίσω από τις κορυφές και φώτιζε απαλά την αυλή. Εκείνη με μια ζεστή κούπα καφέ στα χέρια, και το μικρό της  ξυπόλητο στο γρασίδι, να γελά με τα σπουργίτια και να μοιράζεται μαζί τους τα κουλουράκια του. 

Το σπιτάκι ήταν μικρό, μα χωρούσε όλη την αγάπη του κόσμου. Είχε τα  παραθυράκια στολισμένα με όμορφες κουρτίνες και θέα στο δέντρο όπου κάποτε είχανε δέσει μια κούνια, κι ένα μονοπάτι που οδηγούσε στο ρυάκι που τραγουδούσε τις νύχτες. Εκεί, έφτιαχναν ιστορίες για ξωτικά, μαγικά βότανα, και βουνά που φυλάνε μυστικά.

Όταν έπεφτε ο ήλιος, ανάβανε το φως της βεράντας και διάβαζαν παραμύθια. Και κάθε φορά που έκλεινε τα μάτια του ο μικρούλης της ψιθύριζε: "Εδώ είναι το σπίτι μας". 

Και ήταν. Γιατί εκεί που υπάρχει αγάπη, υπάρχει πάντα ένα σπιτικό. 


Και τα βράδια… τα βράδια ήταν μαγικά.

Άπλωναν μια κουβέρτα έξω από το σπιτάκι, εκεί που το γρασίδι ήταν ακόμα ζεστό απ’ τον ήλιο της μέρας. Ο ουρανός γέμιζε αστέρια, και καθόταν οι δυο τους δίπλα δίπλα, με το μικρό τηλεσκόπιο ανάμεσά τους . Εκείνος της  έδειχνε τον Πήγασο, τον Ωρίωνα, κι η μαμά του έλεγε  ιστορίες για αστερισμούς που αγαπούσαν τη Γη και κατέβαιναν κρυφά τα βράδια να την αγκαλιάσουν.

Όταν η ζέστη γινόταν ανυπόφορη, έμπαιναν στο μικρό τους φορτηγάκι - το κόκκινο, με την ξύλινη καρότσα πίσω - και φεύγανε για τη θάλασσα. Πάντα έβρισκαν ένα μικρό, ήσυχο κόλπο, όπου το νερό ήταν καθαρό και οι πέτρες έλαμπαν κάτω απ’ τον ήλιο. Μάζευαν κοχύλια, και γελούσαν όταν τους γαργαλούσε το κύμα στα πόδια. Έκαναν διαγωνισμό για το ποιος θα βρει το πιο παράξενο κοχύλι ή γυαλάκι και όποιος κέρδιζε έτρωγε δύο μπάλες παγωτό. 

Και μετά, πίσω στο σπιτάκι. Εκεί έφτιαχναν ψάρια από πηλό που τα στόλιζαν με τα κοχύλια που έβρισκαν τα γυαλάκια κι οι πετρούλες παίρναν μορφές γινόταν κηροπήγια και  κατασκευές  γεμάτες φαντασία... με κόλα, γέλια και χρώμα έφτιαχναν πολύτιμες αναμνήσεις. Άπλωναν τις δημιουργίες τους πάνω στο περβάζι, στο ράφι, στο τραπέζι της κουζίνας — κι ήταν σαν όλο το καλοκαίρι να έμενε μαζί τους για πάντα.

Κάποιες φορές η μαμά έλεγε : "Θα είσαι πάντα το μικρό μου! Εύχομαι να θυμάσαι το σπιτάκι στην εξοχή για πάντα μικρέ μου εξερευνητή." Κι εκείνος απαντούσε, χωρίς να σηκώσει το βλέμμα από το σχέδιό του:
"Και γω θα το ζωγραφίζω για πάντα για να μην το  ξεχνάς."

Το σπιτάκι δεν είχε χτιστεί με πέτρα. Είχε χτιστεί με αγάπη. 

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Οι Χριστιανοί της Μέσης Ανατολής

Το βότανο των ιπποτών

Ένα αστέρι κι ένα βότανο