Η νοσταλγία στο δρόμο μιας ανάμνησης




Περπατούσε στα στενά πλακόστρωτα δρομάκια της Χριστιανικής συνοικίας στην Ιερουσαλήμ. Τα βήματα της ήταν προσεκτικά, ένιωθε τις λείες πλάκες να γλυστρούν κάτω από τα πόδια της λες και είχαν φθαρεί από τα χιλιάδες βήματα των προσκυνητών. 
Ο ήλιος, φώτιζε τα αρχαία κτήρια  δίνοντάς τους μια χλωμή χρυσαφένια όψη, κάθε έτος που είχε περάσει πάνω από αυτή την πόλη έμοιαζε να εισέρχεται μέσα στο χώρο και να κυλάει διαφορετικά  δίνοντας της την αίσθηση πως δεν υπάρχει ο χρόνος και η φθορά του. Όλα έδειχναν ακίνητα και σχεδόν άπνευστα μέσα στο γλυκό φως του πρωινού, ενώ πίσω από κάθε γωνιά, κάθε στροφή, κάθε ανοιχτό παράθυρο ή κλειστή πόρτα κρυβόταν ιστορίες αιώνων.






Η μυρωδιά της φρεσκοψημένης αραβικής πίτας που ερχόταν από τις μικρές αρτοποιίες αναμιγνυόταν με την ευωδιά των μπαχαρικών και των βοτάνων που πουλώνταν στα μικροσκοπικά μαγαζάκια του σουκ και της δημιουργούσαν μια παράξενη γλυκιά νοσταλγία που δεν ήξερε πως να την εξηγήσει. Σαν κάτι να είχε δραπετεύσει από τη μνήμη της να της ξέφευγε. 






Κάτι απροσδιόριστο, οικείο και ταυτόχρονα μακρινό. Ξανά εκείνη η ανεξήγητη αίσθηση... Νόμιζε πως μπορούσε σχεδόν να ακούσει δίπλα της το παράπονο μιας εγκατελειμένης αγάπης. 




Τα χρώματα από τις παράξενες φορεσιές  των τόσο διαφορετικών ανθρώπων που συναντούσε της έδιναν μια ανεξήγητη αίσθηση αδελφοσύνης, ενώ οι ομιλίες  των κατοίκων που την προσπερνούσαν βιαστικά και οι προσευχές των προσκυνητών που ακουγόταν σε διάφορες γλώσσες από τα κοντινά εκκλησάκια συνέθεταν μια μοναδική μελωδία που τη γέμιζε γαλήνη. 








Ο ήλιος είχε ανέβει ακόμα πιο ψηλά έκανε ήδη ζέστη και εκείνη συνέχιζε με έναν αδιόρατο ενθουσιασμό την περιπλάνηση της στην καρδιά της Παλιάς Πόλης με την την ψυχή της να σφύζει από ξεχασμένες άγνωστες μνήμες και ανείπωτες νοσταλγικές ιστορίες 
 Ένιωθε μια παράξενη σύνδεση με αυτή την πόλη, σαν να την καλούσαν οι ίδιες οι πέτρες να ανακαλύψει κάτι που είχε χαθεί, κάτι που είχε ξεχαστεί.











"Θα βρω άραγε σήμερα εκείνη την ανάμνηση που έχω ξεχάσει;" αναρωτήθηκε, όπως έκανε πάντα όταν εξερευνούσε την Ιερουσαλήμ.
"Τι κρύβεται άραγε σε αυτά τα δρομάκια;" σκέφτηκε φωναχτά ενώ τα λόγια της έσβησαν μέσα στον θόρυβο της πόλης και καθώς συνέχισε να πορεύεται μέσα 
στο λαβύρινθο της αγοράς παρατήρησε την ξύλινη πόρτα ενός Μοναστηριού τυλιγμένου στη σιωπηλή περισυλλογή που το έκανε να ξεχωρίζει μέσα στην πολύχρωμη βαβούρα.  Σταμάτησε για λίγο να κοιτάξει πιο προσεκτικά κι άκουσε τη φωνή ενός γέροντα που στεκόταν στην είσοδο. Το βλέμμα της συνάντησε τη μορφή του... Οι ρυτίδες στο μέτωπό του ήταν σαν χαραγμένοι δρόμοι σε παλιούς χάρτες, που αφηγούνταν ιστορίες από το παρελθόν ενώ τα μάτια του έμοιαζαν με φλόγες από αναμμένα κεριά, που έλαμπαν από τη σοφία μιας αιώνιας αλήθειας.

Ένα χαμόγελο, σαν ευλογία, φώτισε το πρόσωπό του, και με μια κίνηση του χεριού, την κάλεσε κοντά του. Με την καρδιά της να χτυπάει δυνατά, πλησίασε με δέος.




"Καλωσόρισες" ψιθύρισε εκείνος με φωνή σαν απαλό αεράκι."Την Ιερουσαλήμ δεν τη βαδίζεις με τα πόδια... Η ψυχή σου πρέπει να περπατά. Ήρθες εδώ για να βρεις αυτό που χάθηκε μέσα σου, την αλήθεια που η καρδιά σου λαχταρά έτσι δεν είναι;" 






Τον κοίταξε στα μάτια. Μ''ενα σιωπηλό νεύμα επιβεβαίωσε τα λόγια του. 
 Ένιωθε μια γαλήνη αλλά κι ένα δέος να την πλημμυρίζει, μια αίσθηση ότι το παρελθόν και το παρόν συνυπήρχαν στην ψυχή της σε μια διαρκή κι ακατανόητη συνομιλία.








Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Το προζύμι της Μεγάλης Παρασκευής

Το Μανουσάκι

Το ανοιξιάτικο σπιτάκι