Τα brownies της "Μάγισσας Φασαίας"


"Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα όμορφο χωριό με πολλά δέντρα, τρεχουμενα νερά και πέτρινα γεφύρια ζούσε μια γυναίκα με ολόλευκα μακριά μαλλιά. Το σπιτάκι της ήταν λίγο απομαμρισμένο απ τα υπόλοιπα. Ήταν ένα ξύλινο εξοχικό σπίτι με μια μεγάλη καμινάδα στην αχυρένια του σκεπή. Γαλάζιες ορτανσίες και ροζ τριαντάφυλλιές άνθιζαν στα παρτέρια του. Δίπλα στην αυλή της είχε δημιουργήσει έναν κήπο με λογίων λογίων λουλούδια κι αρωματικά βότανα. Ήταν μια ήσυχη αλλά μοναχική γυναίκα που φορούσε σκούρα μακριά φορέματα παράξενα κοιλιέ είχε μια μαύρη φουντωτή γατούλα και της άρεσε να τρώει μανιτάρια ψητά. 


Περπατούσε κουτσαίνοντας αμουμπησμένη πάνω σε ένα ροζιασμένο ραβδί και επειδή δε μιλούσε πολύ και γενικά συμπεδιφερόταν παράξενα για τα δικά τους δεδομένα όλοι οι άνθρωποι του χωριού νομιζαν πως ήταν μάγισσα και τη φοβόταν. Στην αυλή της υπήρχε ένα πηγάδι και κάθε μέρα έβλεπαν οι περαστικοί ένα κοριτσάκι να βγαίνει απ' το σπίτι να γεμίζει δύο τρεις κουβάδες με νερό και να τον μεταφέρει μέσα στα δωμάτια. Ήταν ένα κοριτσάκι με κοκκινωπά μαλλιά και γλυκό χαμογελαστό πρόσωπο. Όλος ο κόσμος άρχισε να αναρωτιέται ποιο ήταν αυτό το παιδί και μετά από ατελείωτες συζητήσεις και κουτσομπολιά κατέληξαν στο συμπέρασμα πως το κρατούσε αιχμάλωτο.


"Μα αφού χαμογελάει. Πως είναι αιχμάλωτο;" απόρησε ο πρόεδρος του χωριού. " Το κάνει για να μην τη νευριάσει και το φάει" είπε ο καφετζης. "Εγώ άκουσα πως η μάγισσα είναι η μητρια του κοριτσιού" είπε η  γυναίκα του φούρναρη.
Ένα μακρόσυρτο" ωωω" ακούστηκε από τα στόματα  όσων καθόταν κάτω απ το μεγάλο γέρο πλάτανο  κι έτρεξαν όλοι να κρυφτούν όταν είδαν τη γυναίκα με τα ολόλευκα μαλλιά να έρχεται από μακριά κρατώντας ένα καλάθι γεμάτο βαζάκια και μπουκάλια σε διαφορά σχήματα. 




Η πλατεία άδειασε μέσα σε λίγα λεπτά και η γυναίκα με τα Ολόλευκα μαλλιά κοίταξε γύρω της γεμάτη απορία. Ήταν σίγουρη πως είχε δει ανθρώπους να κάθονται στο πεζούλι και στα τραπεζάκια κάτω απ τον πλάτανο. Έγειρε για λίγο πάνω στο μπαστουνι της να ξεκουραστεί έκανε μεταβολή κι άρχισε να απομακρύνεται λυπημένη.



 Πέρασε καιρός...  Η γυναίκα με τα παράξενα κολιέ και τα σκούρα ρούχα δεν ξαναπήγε στην πλατεία. Ενα πρωί οι κάτοικοι του χωριού είδαν από μακριά να περπατάει αργά με σκυφτό το κεφάλι η μικρούλα που ζούσε μαζί με τη "Μάγισσα" κρατώντας στα χέρια της το ίδιο καλάθι.


 Όταν πλησίασε είδαν πως τα μάτια της κατακόκκινα. Φαινόταν πως είχε κλάψει πολύ. Η μαγείρισσα της παραδοσιακής ταβέρνας του χωριού την είδε από το παράθυρο και βγήκε τρέχοντας απ την κουζίνας της φορώντας τον άσπρο σκούφο και την πόδια της. 


"Τι έπαθες κοριτσάκι μου;" Τη ρώτησε σοκαρισμένη "Σε πείραξε η κακιασμένη μάγισσα μητρια σου?" Το κοριτσάκι έμεινε με ανοιχτό το στόμα. "Τι είναι αυτά που λες;" της είπε. 
 "Η Ελπίδα με αγαπάει και με φροντίζει από τότε που έχασα τη μητέρα μου. Φτιάχνει αλοιφές από τα βότανα που καλλιεργεί στον κήπο, τις πουλάει και μου αγοράζει ρούχα, παιχνίδια, βιβλία, και τετράδια για το φροντιστήριο! Τώρα αρρώστησε και βγήκα να πουλήσω εγώ τις αλοιφές για να αγοράσω φάρμακα. Θέλω να γίνει καλά για να παίζουμε, να μαγειρεύουμε και περνάμε όμορφα όπως πριν " είπε η μικρούλα και ξέσπασε σε κλάματα. 

Όσο  μιλούσε το κοριτσάκι, μαζεύτηκαν γύρω του ένας ένας οι χωριανοί. Σιωπή επικράτησε ξαφνικά... Το μόνο που ακουγόταν ήταν το βουητό μιας μέλισσας που τριγυρνούσε πάνω στα ώριμα σταφύλια της κληματαριάς. Ένιωθαν ντροπιασμένοι  που κουτσομπόλευαν τη γυναίκα με τα ολόλευκα μαλλιά και την έκριναν από την εμφάνιση και τα ρούχα της. "Άκου μάγισσα η μαμά Ελπίδα" ψυθηρισε η μικρούλα μέσα στ'αναφυλιτά της. "Μα τότε γιατί κυκλοφορούσε έτσι; Γιατί δε μιλούσε  σχεδόν καθόλου;" Ρώτησε χαμηλόφωνα ο καφετζής σφιγγοντας αμήχανα το μπακερενιο δίσκο που κρατούσε. 



"Πώς κυκλοφορούσε δηλαδή; επειδή φορούσε μακριά φορέματα, δεν έβαφε τα μαλλιά της και δε μιλούσε πολύ βγάλατε συμπέρασμα πως είναι μάγισσα; για αυτό δε μου μιλούσαν τα παιδιά στο σχολείο;" ρώτησε με πονεμένη φωνή η μικρούλα κι άρχισε πάλι να κλαίει. 

"Τι περιμένουμε;" φώναξε μια γυναίκα που  στεκόταν και παρακολουθούσε τη συζήτηση από την αυλή της 
" Πάμε να βοηθήσουμε την άρρωστη! "


 Έφυγαν σχεδόν τρέχοντας από την πλατεία. Ανέβηκαν το χωματόδρομο κι έφτασαν στο σπιτάκι της γυναίκας με τα ολόλευκα μαλλιά. Οι γλάστρες της ήταν ολάνθιστες και οι βασιλικοί του κήπου σκόρπιζαν το άρωμα τους που ταξίδευε με το καλοκαιρινό αεράκι. Το κοριτσάκι άνοιξε την ξύλινη πόρτα του σπιτιού και μπήκε μέσα κρατώντας από το χέρι τη μαγείρισσα. Πίσω τους ερχόταν λιγάκι φοβισμένος ο  σγουρομάλλης ηλικιωμένος φούρναρης. 


Η Μαγείρισσα έσκυψε πάνω από τη γυναίκα με τα λευκά μαλλιά που ήταν ξαπλωμένη στον πορτοκαλί καναπέ του μικρού φροντισμένου σπιτιού."Κυρία Ελπίδα μην ανησυχείς! Έχουμε ειδοποιήσει το γιατρό. Έρχεται" 

Η Ελπίδα άνοιξε τα μάτια της. Κοίταξε τη μαγείρισσα και προσπάθησε να χαμογελάσει. "Μαμά είναι όλοι οι άνθρωποι απ το χωριό στην αυλή μας. Ήρθαν να βοηθήσουν" είπε το κοριτσάκι. 

Με τη φροντίδα και τη βοήθεια όλων των συγχωρινών της, η Ελπίδα κατάφερε ν'αναρρώσει και να σταθεί στα πόδια της. 





Έφτιαχνε κρέμες από βότανα, χειροποίητα γλυκά και κατάφερε να δημιουργήσει ένα όμορφο μαγαζάκι. Στο παράθυρο του σκαρφαλώνε μια λευκή αγριοτριανταφυλλια που το άρωμα της μπερδεύοταν με τη γαργαλιστικη μυρωδιά των φρεσκοψημενων brownies που έφτιαχνα η Ελπίδα και ήταν τα αγαπημένα  όλων των παιδιών. Ένα πρωί βρέθηκα κι εγώ εντελώς τυχαία έξω από το κουκλίστικο μαγαζάκι της. Μιλήσαμε πολύ για τις χειροποίητες κρέμες, για βιβλία και μουσική. Φεύγοντας με κέρασε ένα brownie και μου έδωσε τη συνταγή να τα φτιάξω κι εγώ:



Υλικα:3 μπανάνες 
1/2 κούπας κακάο 
1/2 κούπας φυστικοβούτυρο 
1/3  κούπας σταγόνες κουβερτούρας (προαιρετικά) 


Διαδικασία:Έκοψα τις μπανάνες και τις τοποθέτησα στο μούλτι. Τις χτύπησα να λιώσουν, έβαλα το κακάο και το φυστικοβούτυρο, χτύπησα λίγο ακόμα να ομογενοποιηθούν τα υλικά και με ένα κουτάλι της σούπας  τοποθέτησα  μέσα σε θήκες ψησίματος το μίγμα. 
Έψησα  σε προθερμασμένο φούρνο στους 150 βαθμούς για 20 λεπτά. 
Έγιναν πεντανόστιμα είναι χωρίς γλουτένη και  μια μπάλα σορμπέ μάνγκο τους δίνει παραπάνω καλοκαιρινή γεύση. 



Αν διαβάσετε τη συνταγή δοκιμάστε τα! 


Και να θυμάστε τη γλυκιά Ελπίδα που  κατάφερε να αποδείξει σε όλους  ότι οι μητριές (και όλοι οι άνθρωποι γενικά) δεν είναι πάντα αυτό που φαίνονται!" Ή αυτό που νομίζουμε 



Γειά και χαρά σου αγαπημένη μου μπλογκογειτονιά!  Αυτές οι πρώτες μέρες των διακοπών είναι αρκετά δύσκολες για μένα και το παρεάκι μου το Μανόλη. Εκείνος έπαθε φλεγμονή στο μεγάλο δάχτυλο του ποδιού του πήγαμε στο νοσοκομείο χρειάστηκε να το ανοίξει ο γιατρός να πάρει αντιβίωση ο μικρός μου, να το έχει δεμένο για λίγες μέρες κι εγώ έπεσα από τα σκαλοπάτια καθώς πήγαινα να μαζέψω τα ρούχα χτύπησα στο γόνατο και παίρνω κι εγώ φάρμακα. 
Έτσι κυκλοφορούμε μέσα στο σπίτι κουτσαινοντας και οι δυο. Η θάλασσα αποκλείεται κι έτσι περνάμε το χρόνο μας διαβάζοντας ή παίζοντας επιτραπέζια παιχνίδια. 



Η ιστορία που διαβάσατε δημιουργήθηκε ένα απόγευμα που παίζαμε το "Μια φορά κι έναν καιρό" 
Μας άρεσε πολύ και σκεφτήκαμε να την αναρτήσουμε.

 Το όνομα "Φασαία" το έδωσα στη "μάγισσα" επειδή όταν έλεγα την ιστορία και περιέγραφα τα ρούχα της ο Μανόλης με ρώτησε "Δηλαδή ήταν" Φασαία; "
" Ας πούμε ναι " του απάντησα κι έτσι δώσαμε ένα όνομα στην ιστορία. 

Τη συνταγή τη βρήκε ο Μανόλης στο διαδίκτυο είναι πεντανόστμη και την έφτιαξε μόνος του! 

Καλό παραμυθένιο και γλυκό μήνα!! 
































Σχόλια

  1. Υπέροχη συνταγή..... 👍👍👍👍Πολλά μπράβο

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Τέλεια ιστορία , μπράβο σας ,καλό μήνα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Και η ιστορία της "μάγισσας" Και αυτή τέλεια

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Απαντήσεις
    1. Ευχαριστώ πολύ που μου έφτιαξες τα γλυκάκια! Κι εμένα μου αρέσει πολύ αυτό το παιχνίδι και οι ιστορίες που φτιάχνουμε κάθε φορά που παίζουμε.

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Το προζύμι της Μεγάλης Παρασκευής

Παγωτό χωρίς γλουτένη και λακτόζη

Η υψηλότερη μορφή άνοιξης!!!