Το ανοιξιάτικο σπιτάκι
Το ανοιξιάτικο σπιτάκι
Κρυμμένο βαθιά μέσα στο λουλουδένιο ξέφωτο ενός μακρινού δάσους εκεί όπου οι λόφοι είναι γεμάτοι φασκομηλιές, τα δέντρα ψιθυρίζουν τραγούδια και οι πεταλούδες χορεύουν ανάμεσα στις ηλιαχτίδες υπήρχε ένα μεγάλο παράξενο αυγό.
Όχι ένα απλό αυγό, αλλά ένα αυγό μεγάλο, γυαλιστερό, σε σχήμα σπιτιού που όταν έβρεχε, πάνω στα πέτρινα τουβλάκια του έλαμπαν σαν διαμάντια οι σταγόνες της ανοιξιάτικης μυρωμένης μπόρας.
Κανένα ζωάκι στο δάσος δεν ήξερε τι υπήρχε μέσα Εκτός από τους πιο παλιούς σοφούς και το Μανουσάκι ένα μικρό κουνέλι που συχνά περπατούσε στο ξέφωτο παρατηρώντας τις πεταλούδες. Το Κουνελάκι περνούσε
απ'εξω κοίταζε το παραθυράκι του παράξενου αυγού και χαμογελούσε.
Γιατί μέσα στο Αυγόσπιτο που ήταν φωλιασμένο μες στην αγκαλιά μιας μεγάλης λεβάντας ζούσε η Σάλβια μια μικρή νεράιδα με μάτια που έλαμπαν σαν τα πρώτα αστέρια, και τα ασημενια φτερά της στραφτάλιζαν φτιαγμένα από άνθη και και φεγγαρόσκονη.
Το αυγό δεν ήταν καταφύγιο. Ήταν το εργαστήρι της.
Μέσα του, όλα ήταν μικροσκοπικά και τέλεια: ραφάκια γεμάτα γυάλινα βαζάκια με αρωματικά βότανα, συρταράκια με αιθέρια έλαια, βοτανόλαδα γύρη, ροδοπέταλα μέλι αλεύρι, μυρωδικά και στη μέση ένα στρογγυλό τραπεζάκι που η Σάλβια έφτιαχνε μικρές και όμορφες δημιουργίες με αγάπη.
Η Σάλβια περνούσε τις μέρες της φτιάχνοντας γλυκά που το πρόσφερε με ένα μεγάλο χαμόγελο και θεράπευαν τη θλίψη στην καρδιά και κηραλοιφές
που γιάτρευαν πληγές, όχι μόνο του σώματος, αλλά και της ψυχής.
Κάθε σούρουπο, όταν το φως γινόταν χρυσό, η μικρή νεράιδα έβγαινε από το αυγό της και πετούσε απαλά μέσα στο δάσος. Περνούσε απαρατήρητη ανάμεσα στα φύλλα και άφηνε τα δώρα της σε μικρά καλαθάκια: δίπλα από τις φωλιές των σκαντζόχοιρων, κοντά στις σπηλιές των αρκούδων, κάτω από τα δέντρα όπου ξάπλωναν τα ελάφια.
Μια μέρα, καθώς ετοίμαζε μια ιδιαίτερη παρτίδα "Χαμογελομπισκότων"
για έναν μελαγχολικό λαγό, ακούστηκε ένα απαλό χτύπημα στην πόρτα της.
Η Σάλβια κοίταξε απορημένη. Κανείς δεν είχε χτυπήσει ποτέ την πόρτα του αυγού της. Άνοιξε δειλά και αντίκρισε το μικρό Κουνελάκι που κρατούσε στα χέρια του ένα λουλούδι και ένα σημείωμα.
"Σε έψαχνα", είπε. "Η Φλώρα η φίλη μου μου ήταν άρρωστη, κι ένα πρωί καθώς περπατούσα στο δάσος βρήκα το βαζάκι σου. Της το έδωσα... Της πέρασε το κρυολόγημα και χαμογέλασε ξανά. Ήθελα μόνο να πω ευχαριστώ."
Η Σάλβια χαμογέλασε αληθινά. Δεν ήξερε πως κάποιος θα την έβρισκε. Δεν ήξερε πως, στο δάσος, η αγάπη που μοιράζεις γυρίζει πίσω.
Από εκείνη τη μέρα, δεν ήταν πια μόνη. Το Μανουσάκι έμεινε κοντά της, βοηθός και πιστός φίλος. Και μαζί κάθε άνοιξη, φρόντιζαν να γεμίζουν το δάσος με γλυκά, αγάπη και ευωδία.
Και το αυγό - εκείνο το παράξενο, μαγικό αυγό - δεν ήταν απλά το σπίτι της. Ήταν η καρδιά της αγάπης του δάσους.
Καταπληκτικό ❤️❤️❤️❤️❤️❤️❤️❤️❤️❤️❤️❤️
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ πολύ ❤️❤️❤️❤️😘😘😘😘
ΔιαγραφήΔεν έχω λόγια!!! Τα χεράκια σου έφτιαξαν μια καταπληκτική σύνθεση αλλά η ιστορία που έγραψες με ταξίδεψε κάπου μαγικά 💕♥️🎀
ΑπάντησηΔιαγραφήΕιρήνη μου ευχαριστώ πολύ! Χαίρομαι που σου αρέσει! Πολλά φιλιά!
Διαγραφή