Συγχωροδοπέταλα


Το ελαφρύ αεράκι τίναζε τα εύθραυστα λουλούδια της Βουκαμβίλιας. Λες,και οι μικρές ροζ καμπανούλες ανήγγειλαν την άφιξη της. Έσπρωξε τη βαριά καγκελόπορτα και βρέθηκε στην αυλή.
Πολλές φορές το ονειρεύτηκε τούτο το σπίτι. Φανταζόταν πως υπήρχε ένας μικρός κήπος γεμάτος βότανα ,κρυμμένος στην πίσω του πλευρά. Τις χειμωνιάτικες μέρες θα καθόταν δίπλα στο πατάθυρο με μια κούπα ζεστό τσάι  και θα κοιτούσε τη βροχή να  πέφτει πάνω στα  αγαπημένα της φυτά, την άνοιξη θα περπατούσε ανάμεσα στα ανθισμένα παρτέρια, και οι πύλινες γλάστρες με τα ζουμπούλια θα καμάρωναν στον ήλιο του γλυκού μεσημεριού...
Το καλοκαίρι θα καθότανε κάτω από τα  δέντρα με μια παγωμέμη λεμονάδα, αρωματικά κεριά, παρέα μ' ένα βιβλίο και την αγαπημένη της μουσική.

Προχώρησε λίγο πιο μέσα  στον αφρόντιστο διάδρομο. Ο ήλιος είχε αρχίσει την πορεία του προς τη δύση και στην ατμόσφαιρα επικρατούσε λίγη ψύχρα εντελώς αδικαιολόγητη για Αύγουστο  μήνα. Υπήρχε μια  γκρίζα φυάλη  υγραερίου παρατημένη στην άκρη.  Ένα παλιό πετρογκάζ θα βρισκόταν σίγουρα στην κουζίνα του σπιτιού. Σχεδόν μπορούσε να μυρίσει με τη φαντασία της, τις τητηγανιτές λιχουδιές να κολυμπούν στο ελαιόλαδο και να σιγοψήνονται γαργαλώντας τις μύτες των ανθρώπων της γειτονιάς, και να νιώθει στον ουρανίσκο της τη γεύση του πρωινού καφέ σερβιρισμένου με κουλουράκια κανέλας.

Άρχισε να ανεβαίνει τα σκαλιά , τα ξερά ανθάκια τρύπωναν μέσα στα σανδάλια της κι έμπλεκαν με τα δάχτυλα των ποδιών της. Σε λίγα δευτερόλεπτα έφτασε στην είσοδο, έβαλε το κλειδί στην κλειδαριά και η  πόρτα άνοιξε  καλοσωρίζοντας την  μ'εναν παραπονεμένο μεταλλικό λυγμό. Οι τελευταίες ηλιαχτίδες της μέρας τρύπωναν απ' το μεγάλο παράθυρο κι έβαφαν τους τοίχους στο χρώμα του ροδόνερου. Έπιπλα παλιά που μύριζαν κυπαρίσσι, με τα σημάδια του καιρού πάνω στις πλάτες τους. Το χρώμα ήταν λίγο ξεθωριασμένο, και η πατίνα του χρόνου είχε κάνει ακόμα πιο γοητευτικές τις ξυλόγλυπτες λεπτομέρειες τους.
Έκλεισε τα μάτια, ο χάρτης της πόλης ζωγραφίστηκε μπροστά της.Το μυαλό της ανέσυρε κάθε λεπτομέρεια από τη διαδρομή με το λεοφωρειο. Το κάθε κτίριο και τις πινακίδες που είχε συναντήσει.

Το μόνο που ήθελε εκείνη τη  στιγμή,ήταν ένα τσάι τριαντάφυλλο. Ν' αρωματίσει τη σκέψη το σώμα, και κάθε ζωτικό της όργανο.
Να γεμίσει τριαντάφυλλα όλος ο τόπος.
Η άσφαλτος, οι ταράτσες τα περβάζια.

Άραγε,εκείνο το μικρό αποξηραμένο εκατόφυλλο  μπουμπούκι που είχε φέρει μαζί της, το έβαλε στην τσάντα της το πρωί ή μήπως το ξέχασε στη βαλίτσα;

https://youtu.be/j55lsemKwec

 










Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Καλή Σαρακοστή!!!

Το Πρώτο Πάσχα