Θαλασσάκι μου.
Χριστός Ανέστη!
Ήρθε ο Ιούνης.
Ο Πρωτόλης στην κρητική ντοπιολαλιά.
Ο μήνας με τις πιο μεγάλες και φωτεινές μέρες... Με τις νύχτες που μυρίζουν αγιόκλιμα κι αρμύρα..
Χάθηκα από το μπλογκ μου
κάπου στη μέση της Σαρακοστής.
Ένα ξαφνικό πρόβλημα υγείας της μητέρας μου που τώρα ευτυχώς ξεπεράστηκε στάθηκε αφορμή όχι μόνο να μείνω μακριά από τη Μπλογκογειτονιά αλλά και να περάσουμε τις γιορτές του Πάσχα στο νοσοκομείο.
Δόξα τω Θεώ επανήλθαμε και το καλοκαίρι είναι μπροστά μας φωτεινό και πανέμορφο!
Σήμερα λοιπόν ήρθα για να σας πω μια ιστορία κι ένα τραγούδι.
Πάμε;
Τις ημέρες που για οποιονδήποτε λόγο δεν είμαι καλά ο Μανώλης έχει συνέχεια την έγνοια μου.
Ακόμα και όταν βγαίνει έξω στην αυλή για να παίξει δεν με ξέχνα...
Φροντίζει ανά τακτά χρονικά διαστήματα να έρχεται
μέσα στο σπίτι και να μου μιλάει ή να χτυπά το παράθυρο για να πάω να με δει και ρωτήσει κάτι που δήθεν θυμήθηκε έτσι απλά για να δει πώς είμαι...
Τις πολλές εβδομάδες της υπομονής που πέρασα δύσκολα
http://eirini-nikolaou.blogspot.com/2021/04/blog-post.html?m=1
συνέχεια τριγύριζε στα πόδια μου και ξετρύπωνε από τη βιβλιοθήκη κι από τα συρτάρια κάθε βιβλίο ,χάρτινες εικόνες κομποσκοίνια κι ενθύμια που έχουμε στο σπίτι μας από τα ταξίδια στους Αγίους Τόπους.
Ήταν ο δικός του τρόπος για να με φέρει στα σύγκαλα μου...
Ένα βράδυ που ήμουν στο δωμάτιο του και ψάχναμε να διαβάσουμε κάποιο βιβλίο μου λέει:
"Τα ξέχασες τα λόγια μαμά... "
Σηκώθηκε από την καρέκλα του, πήγε στη βιβλιοθήκη και μου έφερε να διαβάσουμε ένα βιβλίο που
δεν έχει έρθει από τους Αγίους Τόπους αλλά το εξώφυλλο του απεικονίζει το Χριστό να διδάσκει μέσα σ'ένα καράβι στη θάλασσα της Γαλιλαίας.
Ήθελε να διαβάσουμε μερικές σελίδες μαζί και μετά να του διηγηθώ ξανά το πρώτο μου ταξίδι στη Γαλιλαία και ιδιαίτερα εκείνο το σημείο που βρισκόμουν μέσα στο καραβάκι πάνω στα νερά της Γεννησαρέτ.
"Θυμάσαι; θα μου το ξαναπείς; Να θυμηθούμε μαζί τα λόγια;"
Χαμογελώ... Εννοούσε κάτι συγκεκριμένο...
Ένα δικό μας τρόπο σχεδόν παιδικό να διώχνουμε μακριά τη στεναχώρια.
"Ναι... Λοιπόν θα σου πω... Άκου μικιό μου...
Είχε προχωρήσει αρκετά η μέρα...ήταν καταμεσήμερο όταν φτάσαμε στο παραδεισένιο Μοναστήρι των Αγίων Αποστόλων στην Καπερναούμ εκεί που σύμφωνα με την παράδοση ήταν το σπίτι που δίδασκε ο Χριστός όταν του κατέβασαν από τη σκεπή τον παράλυτο για να τον θεραπεύσει...
Μετά από τις ιστορίες που μας είπε ο Γέροντας μας στο λεωφορείο και τα γεγονότα της Ζωής του Χριστού που μας διηγήθηκε είχαμε αφήσει πίσω μας όσο μπορούσε ο καθένας το δυσάρεστο επεισόδιο της Κανά... Προσκυνήσαμε συγκινημένοι, ο Γέροντας Αγιοταφίτης μαζί με το μπαμπά ευλόγησαν τους άρτους που είχε φέρει μια κυρία από το γκρουπ μας στο Μοναστήρι κι αφού ξεκουραστήκαμε λιγάκι ξεκινήσαμε για τον επόμενο σταθμό μας.
Την πόλη της Τιβεριάδας που σήμερα είναι ένα μεγάλο τουριστικό θέρετρο του Ισραήλ με πολυτελή ξενοδοχεία χτισμένα στις όχθες της Γεννησαρέτ.
Το Λεωφορείο μας άφησε κοντά στο Μοναστήρι των Δώδεκα Αποστόλων.
Η παράδοση λέει, πως η Ελληνορθόδοξη Μονή είναι χτισμένη εκεί που ο Χριστός εμφανίστηκε στους μαθητές μετά την Ανάσταση Του και τους προέτρεψε να ψαρέψουν.
Περάσαμε από τη γκρίζα πετρόχτιστη πόρτα κατεβήκαμε τα σκαλιά μπήκαμε στο ναό ανάψαμε κερί και προσκύνησαμε, μετά από λίγο ήρθε η ώρα να φύγουμε, μας περίμενε ένα καραβάκι για να κάνουμε το γύρο της λίμνης...
Περπατούσα στην αυλή...μια πήλινη γλάστρα μ' έναν όμορφο Βασιλικό στόλιζε κάποιο απ'τα παράθυρα.... Χάιδεψα τα φύλλα του, η μυρωδιά απλώθηκε στο ζεστό αέρα κι ατμόσφαιρα στην όχθη της Γεννησαρέτ μύρισε ελληνικό καλοκαίρι.
Προχωρούσαμε πάνω στον πλακόστρωτο διάδρομο και κατευθυνόμασταν προς στο καραβάκι ...
Δίπλα μου περπατούσε το χαμογελαστό κορίτσι που είχε κάθε μέρα στο σακίδιο του μια γαλανόλευκη σημαία για να την κρατάει περήφανο στα προσκυνήματα απ'όπου περνούσαμε.
Μπροστά μας η θάλασσα της Γαλιλαίας που πάνω στα κύματα της περπάτησε ο Χριστός.
Ο μικρός μου χαμογελά... Το αγαπημένο του σημείο στην ιστορία πλησιάζει...
"Και μετά;"
"Μετά...
Το κορίτσι άνοιξε την τσάντα του, πήρε τη σημαία και τη έδωσε στο Γέροντα για να την έχει μαζί του στο ξύλινο καραβάκι που βλέπαμε στο βάθος...
Φτάσαμε στη θάλασσα ανεβήκαμε στο πλοιάριο καθήσαμε στις καρέκλες ο Γέροντας έδωσε τη σημαία στον καπετάνιο κι εκείνος την ανέβασε ψηλά.
Μετά από λίγο κυμάτιζε στον αέρα κι εμείς οι ευλογημένοι προσκυνητές ταξιδέυαμε στα γαλήνια νερά της λίμνης...
Ο "Ευγενικός" δεν είχε σταματήσει να γκρινιάζει.
Μέσα στο
στο καραβάκι όμως δε φώναζε...
Απλά μιλούσε σε χαμηλό τόνο και κάθε λίγο διέκοπτε το Γέροντα λέγοντας κάτι το εντελώς αντίθετο και διαφορετικό
από όσα μας εξιστορούσε για τη θάλασσα της Γαλιλαίας .
Κάποια στιγμή σηκώθηκε ... Πήγε στον καπετάνιο και κάτι του είπε... Τον είδαμε να επιστρέφει κρατώντας στα χέρια του ένα σιδερένιο κουβά δεμένο με ένα σκοινί, τον έριξε στη λίμνη ,τον ανέβασε πάνω στο καράβι κι άρχισε να περιφέρεται ανάμεσα μας κρατώντας πλαστικά ποτήρια για να μας μοιράσει νερό ...
Κανείς μας δεν αντιδρά... Δε του μιλά... Δίπλα μου βρίσκεται η κυρία που ερχόταν μαζί με δυο φίλες της για τρίτη φορά στα Ιεροσόλυμα εκείνο το χρόνο.
Μου πρότεινε το βράδυ που θα επιστρέφαμε στο Μπετζαχούρ να σταματήσουμε οι τέσσερις μας στα Ιεροσόλυμα να δούμε την τελετή του κλειδώματος της πόρτας του Ναού της Αναστάσεως και να περπατήσουμε στην Παλιά Πόλη... Δέχτηκα αμέσως.
Ο"Ευγενικός" συνέχιζε να πηγαίνει ακόμα πάνω κάτω ...
Προσπαθούν όλοι να τον αποφύγουν...Ο Γέροντας σταμάτησε να μιλάει για λίγα δευτερόλεπτα...
Μετά χαμογελά και μας λέει:
"Γιατί είστε συννεφιασμένοι;... Με τέτοια ζέστη έχετε συννεφιά;"
Κατεβάζει για λίγο το μικρόφωνο από το στόμα του και κοιτά τη γαλήνια θάλασσα....
Επιστρέφει το βλέμμα του σ'εμάς, κρατάει το μικρόφωνο ..."Κάτι δεν είπαμε"
Λέει:
"Θάλασσα... Θάλασσα τους θαλασινούς,
Θαλασσάκι μου... Μην τους τους θαλασσοδέρνεις θαλασσάκι μου και φέρε το παιδάκι μου.. "
Η κοπέλα με το μεγάλο ψάθινο καπέλο παίρνει το μικρόφωνο και συνεχίζει
"Ροδοσταμό, ροδόσταμο να γίνεσαι θαλασσάκι μου, την πλώρη τους να ραίνεις.. "
Άπλωσα τα χέρια μου δεξιά κι αριστερά κι αγκάλιασα τις κυρίες που συνεννοηθήκαμε να περπατήσουμε το βράδυ στην πόλη...
Με αγκάλιασαν κι αυτές... Σε λίγο όλο το γκρουπάκι μας τραγουδά...
" Θαλλασώνομαι για σένα ξημερώνομαι.. "
Ο "Ευγενικός" κατσούφιασε...
Κάτι είπε μα δεν ακούστηκε...
"Θάλασσα κι αρμυρό νερό να σε ξεχάσω δε μπορώ" Τραγουδάμε όλοι μαζί..
Ένα καραβάκι παρόμοιο με το δικό μας έπλεε σε μικρή απόσταση... Δεν αναγνώρισα τη σημαία του...
Οι προσκυνητές που βρίσκονται πάνω έχουν στρέψει το βλέμμα τους προς εμάς..
"Θάλασσα κι αρμυρό νερό να σε ξεχάσω δε μπορώ.. "
Το τραγούδι μας ταξιδεύει πάνω από τη λίμνη... Γλώσσα ελληνική...Η γαλανόλευκη κυματίζει. Και το χέρι μου μύριζε ακόμα βασιλικό."
Από εκείνο το καλοκαίρι που γυρίσαμε από τα Ιεροσόλυμα και διηγήθηκα την ιστορία στο Μανώλη, κάθε φορά που έρχονται "συννεφιές" τραγουδάμε αυτό το τραγούδι.
Το έχουμε τραγουδήσει σε δυσκολίες, σε αρρώστιες αλλά και σε πάρα πολλές χαρούμενες στιγμές στην παραλία ή στις βόλτες όταν περπατάμε οι δυο μας στην εξοχή.
"Βλέπεις... Τα θυμάμαι τα λόγια του τραγουδιού... " Του είπα...
Με κάνει μια τεράστια αγκαλιά... Διαβάζουμε το βιβλίο και συμφωνούμε να φτιάξει μια ζωγραφιά για τη στείλουμε με το Viber στο Γέροντα.
https://youtu.be/uEZQJAibEyg
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου