Κι οι θάλασσες σωπαίνουν του Νίκου Ψιλάκη
Ξημερώματα 9ης Ιουνίου 1944 στη θαλάσσια
περιοχή μεταξύ Κρήτης και Σαντορίνης τορπιλίζεται και βυθίζεται το πλοίο
«Τάναϊς» που μετέφερε στοιβαγμένους στα αμπάρια του Κρητικούς αντιστασιακούς,
Ιταλούς αντιφασίστες και όλη την εβραϊκή κοινότητα της Κρήτης.
Ο αφηγητής ήρωας
του βιβλίου υιοθετημένος από το μετανάστη θείο του επιστρέφει στην Κρήτη το
καλοκαίρι του 1964, είκοσι χρόνια μετά το ναυάγιο και αναζητεί τα ίχνη του
πατέρα του, που ως αιτία της εξαφάνισης του, αναφέρεται ο πνιγμός στο «Τάναϊς».
Σεβόμενος την υπόσχεση του προς τη μητέρα του, που θεωρούσε τον άντρα της
ζωντανό, αποφασίζει να συνεχίσει το ψάξιμο. Μέρα με τη μέρα βρίσκεται
αντιμέτωπος όχι μόνο με τα συμβάντα του πολέμου αλλά και με τις πληγές που
άνοιξε στις ψυχές των ανθρώπων. Ανασκαλεύει μνήμες των φίλων του πατέρα του και
των συγχωριανών του, μικρές ιστορίες ξεπηδούν μέσα από τις αναμνήσεις: Κάποιας
Εσθήρ που κρυβόταν στις ερημιές και τα ανεπίδοτα γράμματα στη μητέρα της που
φύλαγε στο κελί του ο π. Συμεών. Το ημερολόγιο του Κασπάρ που άφησε
παρακαταθήκη στα παιδιά του, κάποιος Πασκουάλε που βρέθηκε σε ξένο τόπο, κάποια
Σιλβάνα που περίμενε να επιστρέψει ο Έντσο, κάποιος Σαράντης που βρέθηκε
ναυαγός να παλεύει με τα αφρισμένα κύματα και η Ροδαμνή, ένας εφηβικός έρωτας
που δεν ξεχάστηκε ποτέ.
Το υπέροχο αυτό πολυφωνικό ιστορικό μυθιστόρημα "Κι οι θάλασσες σωπαίνουν"
είναι μακράν το καλύτερο βιβλίο που διάβασα τον τελευταίο χρόνο! Η ιδιαίτερη
ξεχωριστή γραφή του Νίκου Ψιλάκη με συνεπήρε και ο ποιητικός του λόγος κατάφερε
να με κάνει να αγαπήσω τους ήρωες του βιβλίου και να τους νιώσω δικούς μου
ανθρώπους.
Σε κάθε σελίδα σχεδόν, ανακάλυπτα ιστορικά στοιχεία για την Κρήτη
στην περίοδο της κατοχής που δεν γνώριζα και δυνατές σκηνές που με συγκινούσαν
και με έκαναν να δένομαι όλο και πιο πολύ με τον ανώνυμο ήρωα αφηγητή και όλους
τους απλούς ανθρώπους που βρέθηκαν στο περιθώριο της ιστορίας και οι μαρτυρίες
τους δεν καταγράφηκαν ποτέ.
Άνθρωποι από διαφορετικές κουλτούρες και θρησκείες
συνυπήρχαν αρμονικά, ήταν φίλοι και τα παιδιά τους έπαιζαν στις ίδιες
γειτονιές. Μια από τις πιο δυνατές σκηνές του βιβλίου είναι όταν αδειάζει η
Εβραϊκή γειτονιά στα Χανιά κι ένας από τους αιχμαλώτους αφήνει τα κλειδιά του
σπιτιού του στον φούρναρη φίλο του, τον κυρ Αντώνη για να τα φυλάξει και όταν ο
Ρούσος ο Κρητικός πίνει ρακί και στήνει χορό μαζί με τον Σαμπετάι και τον
Κασπάρ, έναν Εβραίο και έναν Αρμένη φίλο του, δίπλα στα χαλάσματα του
βομβαρδισμένου σπιτιού του.
Η συγκίνηση κορυφώθηκε στο λιμάνι του Ηρακλείου
όταν επισκέφθηκε για τελευταία φορά τους αιχμαλώτους ο Πρωτοσύγκελος Ευγένιος
μαζί με ένα διάκονο και οι φήμες λένε πως έκρυψαν στο ράσο τους δυο μωρά
εβραιόπουλα για να τα σώσουν. Και τέλος όταν το καράβι ξεκινά, στο μεσαίο
αμπάρι κάποιος αποχαιρετά με μια μαντινάδα.
Πείτε μου, πείτε μου πουλιά, πείτε μου χελιδόνια
πείτε μου αν είδατε ποτέ καράβι να αρμενίζει,
να’ χει το στεναγμό πανί να’ χει το δάκρυ κύμα,
να έχει και στα αμπάρια του σκιας πεντακόσιους
σκάλβους.
Σε μια εποχή δύσκολη που ίσως μας φοβίζει κάποιες φορές η διαφορετικότητα, αυτό το υπέροχο βιβλίο έχει να μας δώσει το ωραιότερο μήνυμα, τα λόγια του υποδηματοποιού Κασπάρ: «Όταν διώκετε ένας άνθρωπος, σε κάποια γωνιά του κόσμου, είναι σαν να διώκονται όλοι οι άνθρωποι του κόσμου. Όλοι οι διωγμοί είναι ένας, όπως και όλες οι προσφυγιές». (βλέπε σελ. 361)
Πράγματι μοναδικό βιβλίο αλλά και μοναδική και η παρουσίαση - πρόταση!!!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕιρήνη μου το βιβλίο πρέπει να είναι πολύ ενδιαφέρον! Το σημείωσα για να το διαβάσω. Δεν γνωρίζουμε και πολλά γι αυτή την εποχή και καλό θα ήταν να μαθαίνουμε.Φιλάκια πολλά!
ΑπάντησηΔιαγραφή